- συγκροτουμένης
- συγκροτέωstrike togetherpres part mp fem gen sg (attic epic)συγκροτέωstrike togetherpres part mp fem gen sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαιτόδους — ο, Ν ζωολ. γένος περκόμορφων θαλάσσιων ιχθύων, τυπικός εκπρόσωπος τής οικογένειας χαιτοδοντίδες, συγκροτούμενης από 115 μικρόσωμα λαμπρόχρωμα ευκίνητα είδη, γνωστά ως πεταλουδόψαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chaetodon < χαίτη + ὀδών… … Dictionary of Greek